συμπάω

συμπάω
και συμπώ Ν
1. συνδαυλίζω τη φωτιά
2. μτφ. υποβοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ' άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] …   Dictionary of Greek

  • συμπώ — Ν βλ. συμπάω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”